Σε ένα ακόμη επεισόδιο της ανοιχτής αντιπαράθεσής του με την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε στην απόλυση της Λίζα Κουκ, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed.
Η ενέργεια αυτή ακολούθησε κατηγορίες για υποτιθέμενη εμπλοκή της σε υπόθεση απάτης σχετιζόμενη με στεγαστικά δάνεια – κατηγορίες που η ίδια απορρίπτει. Η απόφαση του Τραμπ εντάσσεται στη μακρά σειρά πιέσεων που ασκεί προς την κεντρική τράπεζα, την οποία κατηγορεί ότι διατηρεί αδικαιολόγητα υψηλά τα επιτόκια, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του για μείωσή τους ώστε να τονωθεί η οικονομία.
Η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Fed
Για μήνες, ο Τραμπ δεν έχει διστάσει να επιτίθεται δημοσίως στον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ, εξαιτίας της εμμονής του τελευταίου στη διατήρηση των επιτοκίων πάνω από το 4%. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να αντικαταστήσει τον Πάουελ με κάποιον «πιο συμβατό» με τις πολιτικές του θέσεις όταν ολοκληρωθεί η θητεία του, το 2026. Επιπλέον, στις 12 Αυγούστου απείλησε ακόμη και με νομική προσφυγή εναντίον του, επικαλούμενος υπερβάσεις κόστους στην ανακαίνιση της έδρας της Fed.
Η απομάκρυνση της Κουκ αποτελεί την πιο πρόσφατη κίνηση αυτής της στρατηγικής, εγείροντας έντονες ανησυχίες για την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας – θεμελιώδη όρο για την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες.
Η έννοια της «ανεξάρτητης» κεντρικής τράπεζας
Η αυτονομία της Fed ανάγεται στη συμφωνία του 1951 μεταξύ Υπουργείου Οικονομικών και Fed, με την οποία ορίστηκε σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική. Έκτοτε, η τράπεζα έχει την εξουσία να αποφασίζει για τα επιτόκια χωρίς άμεση πολιτική παρέμβαση από τον Λευκό Οίκο ή το Κογκρέσο. Παρότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζονται από τον εκάστοτε πρόεδρο και εγκρίνονται από τη Γερουσία, η μακρά και εναλλασσόμενη διάρκεια θητειών περιορίζει τον βαθμό πολιτικοποίησης. Επιπλέον, η χρηματοδότηση της Fed προέρχεται κυρίως από τόκους ομολόγων και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό, γεγονός που της επιτρέπει να λειτουργεί με οικονομική αυτοτέλεια.
Παραδοσιακά, οι πρόεδροι των ΗΠΑ απέφευγαν να επικρίνουν ανοιχτά την κεντρική τράπεζα, ακόμα και όταν διαφωνούσαν με τις επιλογές της. Η στάση Τραμπ, ωστόσο, συνιστά σαφή απομάκρυνση από αυτό το άτυπο αλλά καίριο θεσμικό πλαίσιο.
Γιατί έχει σημασία η ανεξαρτησία
Το βασικό πλεονέκτημα της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών είναι ότι διασφαλίζει πως οι αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική λαμβάνονται με γνώμονα τις μακροοικονομικές ανάγκες και όχι τις πολιτικές σκοπιμότητες του εκλογικού κύκλου. Από την κρίση πληθωρισμού των δεκαετιών του 1970 και του 1980, πολλές χώρες ενίσχυσαν τον βαθμό αυτονομίας των τραπεζών τους. Έρευνες, όπως αυτή του ΔΝΤ για την περίοδο 2007–2021, δείχνουν ότι μεγαλύτερη ανεξαρτησία συσχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού. Παρόμοια συμπεράσματα προέκυψαν και από αναλύσεις κεντρικών τραπεζών στη Λατινική Αμερική.
Οι επικρίσεις και η τρέχουσα συγκυρία
Παρά τα παραπάνω, δεν λείπουν τα επιχειρήματα κατά της πλήρους ανεξαρτησίας. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν δεχθεί σφοδρή κριτική για την αδυναμία τους να προβλέψουν την κρίση του 2008 ή για την καθυστερημένη αντίδραση απέναντι στον μεταπανδημικό πληθωρισμό. Επιπλέον, οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, αν και κρίθηκαν αναγκαίες, κατηγορήθηκαν ότι ενέτειναν τις κοινωνικές ανισότητες μέσω της αύξησης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων.
Σήμερα, καθώς η οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης, οι πιέσεις προς τη Fed για μείωση των επιτοκίων εντείνονται, επαναφέροντας με ένταση το ερώτημα για το πού τελειώνει η ανεξαρτησία και πού ξεκινά η λογοδοσία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τους πολίτες.