Η ύφεση στη Γερμανία, η οποία έκλεισε το 2024 με συρρίκνωση 0,2% μετά από πτώση 0,3% το 2023, φέρνει αναταράξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία. Παρότι αναμενόμενη, η επιμονή της οικονομικής κρίσης στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης δημιουργεί ευρύτερα προβλήματα, καθώς συνοδεύεται από πολιτική αστάθεια και διεθνείς εμπορικές προκλήσεις, όπως η πιθανότητα νέων δασμών από μια δεύτερη θητεία Τραμπ στις ΗΠΑ. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν τόσο τις γερμανικές εξαγωγές όσο και την ευρύτερη ευρωπαϊκή ανάπτυξη, επιβαρύνοντας ένα ήδη αδύναμο οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη.
Η κατάσταση στη Γερμανία
Η γερμανική οικονομία δυσκολεύεται να βρει διέξοδο από την ύφεση, με τις προβλέψεις να παραμένουν δυσοίωνες και για το 2025. Η πολιτική κρίση που ξέσπασε μετά τις πρόωρες εκλογές του Φεβρουαρίου και η αναμονή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης προς το τέλος του έτους εντείνουν την αβεβαιότητα. Παράλληλα, η γερμανική βιομηχανία απειλείται άμεσα από την εξαγγελία Τραμπ για αύξηση δασμών στις εισαγωγές από την Ε.Ε., πλήττοντας έναν από τους βασικούς μοχλούς της οικονομίας της.
Η ευρωπαϊκή διάσταση
Η ύφεση της Γερμανίας συνδυάζεται με προβλήματα στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, τη Γαλλία. Η γαλλική οικονομία αντιμετωπίζει δικές της προκλήσεις, ενώ η πολιτικοοικονομική κρίση παρατείνεται λόγω της αστάθειας της κυβέρνησης Μπαϊρού. Εάν οι ΗΠΑ προχωρήσουν σε εμπορικά μέτρα κατά της Ε.Ε., η γαλλική οικονομία μπορεί να μπει επίσης σε ύφεση, δημιουργώντας ένα διπλό πρόβλημα για την Ευρωζώνη.
Οι επιπτώσεις επεκτείνονται και στις υπόλοιπες εξαγωγικές οικονομίες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Με την ανάπτυξη να επιβραδύνεται και το ευρώ να χάνει σταθερά αξία, το σενάριο επιστροφής του πληθωρισμού γίνεται ολοένα και πιο πιθανό. Η υποχώρηση του ευρώ, ειδικά έναντι του δολαρίου, μπορεί να οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις, δυσκολεύοντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μειώσει τα επιτόκια, όπως είχε προγραμματιστεί. Επιπλέον, η φυγή επενδύσεων από την Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ υπονομεύει τις προοπτικές ανάκαμψης.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα
Η ελληνική οικονομία, αν και λιγότερο εξαγωγικά προσανατολισμένη, δεν μένει ανεπηρέαστη από την κρίση στη Γερμανία και την Ευρωζώνη. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος εντοπίζεται στις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες παραμένουν υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Εάν οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας επιστρέψουν, ενδέχεται να δημιουργηθεί ένα νέο «σπιράλ» πληθωρισμού, επηρεάζοντας αγαθά και υπηρεσίες. Ήδη, οι αυξήσεις στο φυσικό αέριο και τα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος έχουν συμβάλει σε ετήσια άνοδο του πληθωρισμού κατά 0,2%.
Στον τομέα των εξαγωγών, η ύφεση της Γερμανίας το 2024 οδήγησε σε μείωση των ελληνικών εξαγωγών κατά 2%. Το 2025 αναμένεται να είναι ακόμη πιο δύσκολο, καθώς η Γερμανία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προορισμούς για τα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, η επιβράδυνση της γερμανικής ιδιωτικής κατανάλωσης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον τουρισμό, έναν βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι η Κεντρική Ευρώπη αποτελεί πηγή σημαντικού αριθμού επισκεπτών.
Συμπέρασμα
Η γερμανική ύφεση αναδεικνύει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Ευρωζώνης και αναμένεται να έχει πολυεπίπεδες επιπτώσεις. Η Ελλάδα, αν και λιγότερο εκτεθειμένη, δεν είναι άτρωτη στις συνέπειες, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, των εξαγωγών και του τουρισμού. Η κατάσταση απαιτεί συντονισμένη πολιτική δράση από την Ε.Ε. για να αποτραπούν βαθύτερες οικονομικές αναταράξεις και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των οικονομιών απέναντι στις εξωτερικές πιέσεις.































