Επιστροφή ενοικίου: Τι αλλάζει στα μισθώματα σύμφωνα με τους εκτιμητές ακινήτων

Αντίκτυπος του νέου μέτρου και η σημερινή εικόνα της αγοράς κατοικίας

Στην πρόσφατη τηλεοπτική του παρέμβαση στην εκπομπή της ΕΡΤ “Newsroom”, ο εκτιμητής ακινήτων και ειδικός στην κτηματαγορά, Βασίλης Αστεριάδης, ανέλυσε την επίδραση του κυβερνητικού μέτρου για την επιστροφή μέρους του ενοικίου στους ενοικιαστές. Πρόκειται για μια πολιτική που, όπως σημείωσε, αναμένεται να επιφέρει ουσιαστική ελάφρυνση στο κόστος στέγασης.

Συγκεκριμένα, εξήγησε πως η ενίσχυση αυτή μεταφράζεται σε μείωση της τάξης του 8,5% στις ετήσιες δαπάνες για ενοίκιο – ένα ποσοστό που χαρακτήρισε καθόλου αμελητέο. Όπως υπογράμμισε, για έναν τυπικό μισθωτή, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι «εξοικονομείται σχεδόν ένα ολόκληρο ενοίκιο τον χρόνο», γεγονός που μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστική οικονομική ανάσα για πολλά νοικοκυριά.

Αναφερόμενος στις λεπτομέρειες της ενίσχυσης, επεσήμανε πως το ποσό της επιδότησης ξεκινά από τα 800 ευρώ ετησίως για κάθε δικαιούχο και αυξάνεται κατά 50 ευρώ για κάθε παιδί – είτε αυτό φοιτά σε πανεπιστήμιο είτε όχι. Μάλιστα, ξεκαθάρισε πως δεν προβλέπεται κάποιος «κόφτης» για τα φοιτητικά παιδιά, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα σε οικογένειες με φοιτητές να επωφεληθούν ταυτόχρονα τόσο από το φοιτητικό επίδομα όσο και από το νέο αυτό μέτρο ενίσχυσης.


Η κατάσταση στην αγορά ακινήτων: Από την επενδυτική αποταμίευση στην έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών

Ο Βασίλης Αστεριάδης δεν περιορίστηκε στο σχολιασμό του επιδόματος, αλλά έδωσε και μια γενικότερη εικόνα της αγοράς κατοικίας στην Ελλάδα. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα, όπως τόνισε, είναι η απουσία επαρκών διαθέσιμων κατοικιών προς ενοικίαση. Παρόλο που το απόθεμα ακινήτων υφίσταται, πολλά από αυτά παραμένουν κλειστά ή βρίσκονται σε κακή κατάσταση, γεγονός που τα καθιστά ακατάλληλα για μίσθωση.

Αναφέρθηκε επίσης στα προγράμματα «Ανακαινίζω» και «Εξοικονομώ» ως εργαλεία που θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις, ωστόσο επεσήμανε πως είτε οι πολίτες δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι για αυτά είτε δεν τα αξιοποιούν λόγω γραφειοκρατίας ή άλλων εμποδίων.

Παράλληλα, παρατηρείται μία αυξανόμενη τάση από ιδιώτες επενδυτές να αγοράζουν ακίνητα όχι για ενοικίαση, αλλά για αποταμιευτικούς λόγους – δηλαδή ως τρόπο διατήρησης ή αύξησης του κεφαλαίου τους σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με τον κ. Αστεριάδη, οι ιδιοκτήτες συχνά διστάζουν να προχωρήσουν σε μίσθωση, κυρίως λόγω φόβων για κακοπληρωτές ή επειδή οι προσδοκώμενες αποδόσεις θεωρούνται μη ικανοποιητικές. Όπως εξήγησε, όταν η απόδοση ενός ακινήτου πέφτει κάτω από το 3% ετησίως, η ενοικίαση θεωρείται οικονομικά ασύμφορη.


Αλλαγές στη φορολογική συμπεριφορά και ανάγκη για συνεργασία με την Πολιτεία

Ένα πιθανό έμμεσο όφελος από την επιδότηση, σύμφωνα με τον κ. Αστεριάδη, είναι η ενίσχυση της διαφάνειας στη δήλωση ενοικίων. Όπως ανέφερε, για να μπορέσει ο ενοικιαστής να λάβει το σχετικό βοήθημα, θα απαιτεί πλέον από τον ιδιοκτήτη την πλήρη και επίσημη δήλωση του ποσού που καταβάλλει. Αυτό ενδέχεται να περιορίσει το φαινόμενο των «μαύρων ενοικίων», ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ακριβών κατοικιών όπου μέρος του ποσού καταβαλλόταν «στο χέρι», δηλαδή άτυπα και αδήλωτα.

Όσον αφορά το ζήτημα των επισφαλών μισθώσεων, ανέφερε πως οι ιδιοκτήτες εμφανίζονται αρκετά διστακτικοί, ειδικά όταν βλέπουν την αξία των ακινήτων τους να έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια – σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και κατά 30% με 40%. Πολλοί, υπό το βάρος αυτής της αύξησης και φοβούμενοι προβλήματα με ενοικιαστές, επιλέγουν τελικά να αφήσουν τα ακίνητα τους αδιάθετα, περιμένοντας μια καλύτερη συγκυρία.

Ολοκληρώνοντας τις παρεμβάσεις του, ο πρόεδρος του ΠΣΕ υπογράμμισε την ανάγκη συντονισμένης δράσης μεταξύ κράτους και εξαγωγικών επιχειρήσεων – μια θέση που μπορεί να ισχύσει και εδώ: «Η Πολιτεία και οι ιδιοκτήτες οφείλουν να κινηθούν συντονισμένα, αξιοποιώντας κάθε διαθέσιμο εργαλείο για τη στήριξη της στεγαστικής αγοράς, είτε μέσω χρηματοδότησης, είτε μέσω στοχευμένων ενισχύσεων, είτε μέσω ανοίγματος προς νέες στρατηγικές κατευθύνσεις στην αγορά κατοικίας».