Αυξημένες οι δαπάνες για την υλοποίηση πρακτικών ESG από τις ελληνικές επιχειρήσεις

 Yψηλότερα ποσά για την υλοποίηση πρακτικών ESG δαπανούν όλο και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις αποδεικνύοντας ότι ο μετασχηματισμός τους με βάση τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί στρατηγική επιλογή τη δεκαετία που διανύουμε.

   Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μελέτης της ICAP CRIF ΑΕ στις 1.000 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας βάσει απασχολούμενου προσωπικού, το 2023 περισσότερες από 7 στις 10 επιχειρήσεις δαπάνησαν υψηλότερα ποσά για την υλοποίηση πρακτικών ESG συγκριτικά με το 2022. Συγκεκριμένα, το 2023 το 71% των επιχειρήσεων αύξησαν τις δαπάνες για ενέργειες ESG συγκριτικά µε το 2022 (το αντίστοιχο ποσοστό το 2022/21 ανήλθε σε 66%), το 23% τις διατήρησε στα ίδια επίπεδα, ενώ το υπόλοιπο 6% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι τις περιόρισε έναντι του προηγούμενου έτους.

   Διερευνώντας το ύψος των κονδυλίων που δαπανούν οι επιχειρήσεις για δράσεις ESG προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εταιρειών (65%) δαπανά έως 200.000 ευρώ. Το 11% των επιχειρήσεων δαπανά από 200.000 ευρώ έως 500.000 ευρώ και το 10% από 500.000 ευρώ έως 1 εκατ. ευρώ. Από 1 εκατ. ευρώ έως 5 εκατ. ευρώ επένδυσαν σε δράσεις ESG το 7% των εταιρειών του δείγματος, ενώ πάνω από 5 εκατ. ευρώ επένδυσε το 8%.

   Αναφορικά με την κατανομή του συνολικού προϋπολογισμού των εταιρειών για δράσεις ESG, στους βασικούς πυλώνες περιλαμβάνονται: Περιβάλλον, Κοινωνία και Εταιρική Διακυβέρνηση. Καθώς εντείνεται συνεχώς η ανησυχία και ο δηµόσιος διάλογος για την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, οι δαπάνες για περιβαλλοντικές δράσεις κερδίζουν σταθερά μερίδιο τα τελευταία έτη. Συγκεκριμένα, τα υψηλότερα κονδύλια για το 2023 κατευθύνθηκαν σε περιβαλλοντικές δράσεις (41%). Ακολουθούν (35%) οι δράσεις που σχετίζονται µε την κοινωνία και οι ενέργειες που αφορούν στην εταιρική διακυβέρνηση (24%).

   Πόσο σημαντική όμως είναι για τις επιχειρήσεις η βιώσιμη ανάπτυξη; Η έρευνα έδειξε ότι το 94% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν χαρακτηρίζουν «πολύ και πάρα πολύ» σημαντική τη βιώσιμη ανάπτυξη, ποσοστό που κυμαίνεται σταθερά σε τιμές άνω του 90% τα τελευταία έτη. Η συµπεριφορά των εταιρειών σε όλους τους τομείς της οικονομίας είναι καίριας σημασίας για την επιτυχή μετάβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Πράσινη Συμφωνία) σε μια κλιματικά ουδέτερη και πράσινη οικονομία, και για την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, συµπεριλαμβανομένων των στόχων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον. Αυτό απαιτεί την εφαρμογή ολοκληρωμένων διαδικασιών μετριασµού των δυσμενών επιπτώσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον στις αλυσίδες αξίας τους, την ενσωμάτωση της βιωσιμότητας στα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης και των συστημάτων διαχείρισης καθώς επίσης και τη διαμόρφωση των επιχειρηματικών αποφάσεων όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, το κλίμα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς και όσον αφορά στην ανθεκτικότητα της εταιρείας μακροπρόθεσµα. 

   Περιβαλλοντικές δράσεις στο επίκεντρο των επιχειρήσεων

   Αναφορικά με τον βαθμό εφαρμογής ορισμένων εκ των κυριότερων πρακτικών από τις εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα ανά κύριο τομέα δράσης, οι επιχειρήσεις, αναγνωρίζοντας τον αντίκτυπο που έχει η λειτουργία τους στο φυσικό περιβάλλον, υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό δράσεις που σχετίζονται µε την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη δραστηριότητά τους. Σύμφωνα µε τα αποτελέσματα της έρευνας, το 83% των εταιρειών του δείγματος έχει ως προτεραιότητα την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτιού και των στερεών αποβλήτων(διαχωρισμός ανά κατηγορία υλικού ανακύκλωσης, κλπ.) σε μεγάλο βαθμό («πολύ» ή «πάρα πολύ»). Ακολουθούν µε μικρή διαφορά η εφαρμογή εσωτερικών προγραμμάτων ανακύκλωσης, αποσπώντας μερίδιο 81%, η υιοθέτηση συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης σύμφωνα µε εθνικά / διεθνή πρότυπα µε μερίδιο 79% και η ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης του προσωπικού, αποσπώντας επίσης ποσοστό 79%. Αξιόλογο μερίδιο καταλαμβάνουν οι ενέργειες για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων(69%) και η αξιολόγηση των ενεργειακών επιδόσεων σε σχέση µε συγκεκριμένους μεσοπρόθεσµους περιβαλλοντικούς στόχους που έχει θέσει η ίδια η εταιρεία για τη μείωση του ενεργειακού της αποτυπώματος (62%). Τέλος, η χρήση ενέργειας προερχόμενη από ανανεώσιμες πηγές (π.χ. φωτοβολταϊκά) και ο εταιρικός στόλος οχημάτων φιλικών προς το περιβάλλον (υβριδικά, ηλεκτρικά) απέσπασαν μερίδια 53% και 44% αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες περιβαλλοντικές δράσεις ενίσχυσαν τα ποσοστά τους συγκριτικά µε τα αντίστοιχα που έλαβαν στην προηγούμενη έρευνα, γεγονός που καταδεικνύει την προσπάθεια των εταιρειών να περιορίσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.

   Αναγνωρίζοντας τις κοινωνικές επιδράσεις της λειτουργίας τους, εννιά στις δέκα εταιρείες του δείγματος (91%) δήλωσαν ότι παρέχουν ίσες ευκαιρίες προς όλους τους εργαζομένους σε βαθμό «πολύ» ή «πάρα πολύ». Το 83% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι παρέχει δυνατότητες εκπαίδευσης ή βελτίωσης των δεξιοτήτων του προσωπικού, το 81% εστιάζει στην πρόσθετη ιατροφαρμακευτική κάλυψη του προσωπικού και το 80% στην ανταπόκριση σε έκτακτες καταστάσεις, όπως οι καταστροφές από πυρκαγιές, φυσικά φαινόμενα, κ.λπ. Ακολουθούν αποσπώντας αξιόλογα ποσοστά η κάθε επιλογή, οι πρόσθετες παροχές ή οικονομικές διευκολύνσεις (79%), οι δωρεές ή παροχές σε χρήμα ή αγαθά (73%) καθώς και η αξιολόγηση των επιδόσεων των εργαζομένων (71%). Πιο χαμηλά μερίδια απέσπασαν η υποστήριξη καλλιτεχνικών, αθλητικών, πολιτισμικών εκδηλώσεων (58%), ο εθελοντισμός των εργαζομένων και η συμμετοχή σε πρωτοβουλίες βιώσιμης ανάπτυξης π.χ. αιμοδοσία, καθαρισμοί περιοχών, δενδροφύτευση, κ.λπ. (53%) και οι δράσεις / πρωτοβουλίες για την ενίσχυση ΜΚΟ (43%).

   Οι επιχειρήσεις του δείγματος ρωτήθηκαν σχετικά µε το ποια Διεύθυνση / Τµήµα αποφασίζει και διαχειρίζεται τις δράσεις ESG. Τέσσερις στις δέκα εταιρείες (40%) απάντησαν ότι αποφασίζει ξεχωριστή Διεύθυνση / Τµήµα της εταιρείας, αρμόδιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, γεγονός που καταδεικνύει την ολοένα και μεγαλύτερη σημασία που δίνεται από τις ελληνικές επιχειρήσεις. Η ίδια η Διοίκηση της εταιρείας αναλαμβάνει τη διαχείριση των δράσεων ESG σε ποσοστό 31%, επιβεβαιώνοντας την άρρηκτη σύνδεση της Βιώσιμης Ανάπτυξης µε το όραμα, τις αξίες και την επιχειρηματική στρατηγική των επιχειρήσεων. Ακολουθεί µε μεγάλη διαφορά (6%) η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού και έπεται η Οικονομική Διεύθυνση καταλαμβάνοντας μερίδιο 3%. Σημαντικό ποσοστό συμμετοχής απέσπασε και η επιλογή άλλο (20%) που περιλαμβάνει κυρίως τη διατμηματική στρατηγική, δηλαδή την από κοινού λήψη αποφάσεων για τις σχετικές δράσεις απ’ όλες τις διευθύνσεις μιας εταιρείας, το τµήµα μάρκετινγκ και το τµήµα επιχειρησιακού σχεδιασμού.

   Καθώς η εταιρική διακυβέρνηση αφορά στο σύνολο των αρχών που υιοθετεί µία εταιρεία προκειμένου να διασφαλίσει την απόδοσή της, τα συµφέροντα των μετόχων της και τα συµφέροντα όλων των ενδιαφερομένων μερών (stakeholders), ποσοστό 89% των εταιρειών δήλωσαν ότι εφαρμόζουν δράσεις/πρωτοβουλίες µε στόχο την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (π.χ. GDPR – Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων). Ίδιο ποσοστό εταιρειών (89%) επέλεξε και τη συμμόρφωση µε τις ισχύουσες πρακτικές Επιχειρηματικής Ηθικής σε μεγάλο βαθμό («πολύ» και «πάρα πολύ»). Την ενσωμάτωση των τεχνολογιών cloud για την αποθήκευση και χρήση δεδομένων (π.χ. αντικατάσταση έντυπου αρχείου µε ψηφιακές βάσεις δεδομένων) εφαρμόζει σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» μεγάλο βαθμό το 81%. Ακολουθούν η μισθολογική ισότητα ανδρών και γυναικών (77%), η προώθηση της καινοτομίας (76%) και η συνεχής επικοινωνία και ο διάλογος µε τα ενδιαφερόμενα µέλη (stakeholders, κ.λπ.), µε σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εταιρείας, των προϊόντων και υπηρεσιών της µε θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομία (71%). Η συμμόρφωση µε το ισχύον Κανονιστικό Πλαίσιο, διεθνείς βέλτιστες πρακτικές και πρότυπα για τη βιώσιμη ανάπτυξη (Πρότυπα GRI, κ.ά.) υιοθετείται από το 64% των εταιρειών του δείγματος. Αξιόλογο ποσοστό και αυξημένο σε σχέση µε την περσινή έρευνα αποσπά και η εκπροσώπηση γυναικών στο Διοικητικό Συμβούλιο (63%). Τέλος, σχεδόν µία στις δύο επιχειρήσεις δήλωσε ότι χρησιμοποιεί κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια στις διαδικασίες επιλογής συνεργατών και προμηθευτών (51%).